ιδιοφυής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιδιοφυής | η | ιδιοφυής | το | ιδιοφυές |
γενική | του | ιδιοφυούς* | της | ιδιοφυούς | του | ιδιοφυούς |
αιτιατική | τον | ιδιοφυή | την | ιδιοφυή | το | ιδιοφυές |
κλητική | ιδιοφυή(ς) | ιδιοφυής | ιδιοφυές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιδιοφυείς | οι | ιδιοφυείς | τα | ιδιοφυή |
γενική | των | ιδιοφυών | των | ιδιοφυών | των | ιδιοφυών |
αιτιατική | τους | ιδιοφυείς | τις | ιδιοφυείς | τα | ιδιοφυή |
κλητική | ιδιοφυείς | ιδιοφυείς | ιδιοφυή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδιοφυής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰδιοφυής, ιδιο- + -φυής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ði.o.fiˈis/
Επίθετο
[επεξεργασία]ιδιοφυής, -ής, -ές
- ιδιαίτερα έξυπνος, δημιουργικός και πρωτότυπος
- ιδιοφυής άνθρωπος, ιδιοφυής ιδέα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιδιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φυής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)