ιδιοφυώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοφυώς < αρχαία ελληνική ἰδιοφυῶς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ði.o.fiˈos/
Επίρρημα[επεξεργασία]
ιδιοφυώς
- με ιδιοφυΐα