ιδιωτικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιδιωτικοποίηση | οι | ιδιωτικοποιήσεις |
γενική | της | ιδιωτικοποίησης* | των | ιδιωτικοποιήσεων |
αιτιατική | την | ιδιωτικοποίηση | τις | ιδιωτικοποιήσεις |
κλητική | ιδιωτικοποίηση | ιδιωτικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιδιωτικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιωτικοποίηση < (ιδιωτικοποιώ) ιδιωτικοποιη- + -σις > -ση[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ði.o.ti.koˈpi.i.si/ & /i.ði̯o.ti.koˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δι‐ω‐τι‐κο‐οι‐κο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιωτικοποίηση θηλυκό
- (οικονομία) η απόδοση ενός δημόσιου αγαθού, οργανισμού, επιχείρησης κλπ σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιωτικοποίηση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ιδιωτικοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποιήση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)