ιδιωτικός υπάλληλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιδιωτικός υπάλληλος οι ιδιωτικοί υπάλληλοι
      γενική του ιδιωτικού υπαλλήλου των ιδιωτικών υπαλλήλων
    αιτιατική τον ιδιωτικό υπάλληλο τους ιδιωτικούς υπαλλήλους
     κλητική ιδιωτικέ υπάλληλε ιδιωτικοί υπάλληλοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιδιωτικός υπάλληλος < ιδιωτικός, υπάλληλος

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ιδιωτικός υπάλληλος αρσενικό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]