ιδιόμελο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιδιόμελο | τα | ιδιόμελα |
γενική | του | ιδιόμελου | των | ιδιόμελων |
αιτιατική | το | ιδιόμελο | τα | ιδιόμελα |
κλητική | ιδιόμελο | ιδιόμελα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιόμελο < μεσαιωνική ελληνική ἰδιόμελον < ἴδιον + μέλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιόμελο ουδέτερο
- τροπάριο με ξεχωριστή δική του μελωδία, που δεν μοιάζει με τις μελωδίες άλλων τροπαρίων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιόμελο
|