ιδιότυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδιότυπος, -η, -ο
- που έχει ιδιαίτερο τύπο, ιδιαίτερη μορφή, ο ιδιόμορφος, ο διαφορετικός, ο μοναδικός
- οι συντεχνίες αποτελούσαν , κατά τη βυζαντινή περίοδο, ένα ιδιότυπο συνδικάτο, τα μέλη του οποίου δεν ήταν οι εργάτες, αλλά οι ανεξάρτητοι παραγωγοί