ιδιώτευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιδιώτευση | οι | ιδιωτεύσεις |
γενική | της | ιδιώτευσης* | των | ιδιωτεύσεων |
αιτιατική | την | ιδιώτευση | τις | ιδιωτεύσεις |
κλητική | ιδιώτευση | ιδιωτεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιδιωτεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιώτευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ιδιωτεύω, αποχή από την δημόσια ζωή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιώτευση
|