ιδιώτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιδιώτης | οι | ιδιώτες |
γενική | του | ιδιώτη | των | ιδιωτών |
αιτιατική | τον | ιδιώτη | τους | ιδιώτες |
κλητική | ιδιώτη | ιδιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδιώτης < αρχαία ελληνική ἰδιώτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιδιώτης αρσενικό
- το άτομο χωρίς δημόσια ιδιότητα
- κάθε άτομο, όταν ενεργεί στο πλαίσιο της προσωπικής του ζωής
- ο υπουργός επισκέφθηκε το Μόναχο ως ιδιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιδιώτης αρσενικό
- (αντιδάνειο εκ παραφθοράς) άτομο με σοβαρή διανοητική καθυστέρηση