ιδιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιδιώτης | οι | ιδιώτες |
γενική | του | ιδιώτη | των | ιδιωτών |
αιτιατική | τον | ιδιώτη | τους | ιδιώτες |
κλητική | ιδιώτη | ιδιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιώτης < αρχαία ελληνική ἰδιώτης
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ιδιώτης αρσενικό
- το άτομο χωρίς δημόσια ιδιότητα
- κάθε άτομο, όταν ενεργεί στο πλαίσιο της προσωπικής του ζωής
- ο υπουργός επισκέφθηκε το Μόναχο ως ιδιώτης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ιδιώτης αρσενικό
- (αντιδάνειο εκ παραφθοράς) άτομο με σοβαρή διανοητική καθυστέρηση