ιδροκοπήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ιδροκοπήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ιδροκοπώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιδροκοπώ
  3. θα ιδροκοπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιδροκοπώ