ιδροκόπησε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ιδροκόπησε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ιδροκοπώ
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ιδροκοπώ