ιδρωτίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδρωτίλα οι ιδρωτίλες
      γενική της ιδρωτίλας
    αιτιατική την ιδρωτίλα τις ιδρωτίλες
     κλητική ιδρωτίλα ιδρωτίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιδρωτίλα < ιδρώτ(ας) + -ίλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιδρωτίλα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]