ιδωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιδωμένος | η | ιδωμένη | το | ιδωμένο |
γενική | του | ιδωμένου | της | ιδωμένης | του | ιδωμένου |
αιτιατική | τον | ιδωμένο | την | ιδωμένη | το | ιδωμένο |
κλητική | ιδωμένε | ιδωμένη | ιδωμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιδωμένοι | οι | ιδωμένες | τα | ιδωμένα |
γενική | των | ιδωμένων | των | ιδωμένων | των | ιδωμένων |
αιτιατική | τους | ιδωμένους | τις | ιδωμένες | τα | ιδωμένα |
κλητική | ιδωμένοι | ιδωμένες | ιδωμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βλέπω
Μετοχή
[επεξεργασία]ιδωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη βλέπω