ιερακοειδές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

το ιερακοειδές (el) ουδέτερο

Επίθετο[επεξεργασία]

το ιερακοειδές (el) ουδέτερο
βλ. ο ιερακοειδής αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]