ιερεμιαδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιερεμιαδικός η ιερεμιαδική το ιερεμιαδικό
      γενική του ιερεμιαδικού της ιερεμιαδικής του ιερεμιαδικού
    αιτιατική τον ιερεμιαδικό την ιερεμιαδική το ιερεμιαδικό
     κλητική ιερεμιαδικέ ιερεμιαδική ιερεμιαδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιερεμιαδικοί οι ιερεμιαδικές τα ιερεμιαδικά
      γενική των ιερεμιαδικών των ιερεμιαδικών των ιερεμιαδικών
    αιτιατική τους ιερεμιαδικούς τις ιερεμιαδικές τα ιερεμιαδικά
     κλητική ιερεμιαδικοί ιερεμιαδικές ιερεμιαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιερεμιαδικός < ιερεμιάδα + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ιερεμιαδικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]