ιερεμιαδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ιερεμιαδικός
- (λόγιο) που έχει σχέση με ιερεμιάδα ή αναφέρεται σ' αυτή
- ※ Αν και, ιδιαίτερα στους καιρούς μας, οποιαδήποτε απόπειρα κριτικής σκέψης δεν μπορεί, εξ αντικειμένου, παρά να εμπεριέχει ένα έντονο ιερεμιαδικό στοιχείο. (Βασίλης Αλεξίου, «Σκέψεις για τις σημερινές μορφές μιας οιονεί “δασκαλοκτονίας”», Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 120, 2018, σελ. 48)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ιερεμιάδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιερεμιαδικός
|