ιεροκήρυκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιεροκήρυκας οι ιεροκήρυκες
      γενική του ιεροκήρυκα των ιεροκηρύκων
    αιτιατική τον ιεροκήρυκα τους ιεροκήρυκες
     κλητική ιεροκήρυκα ιεροκήρυκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιεροκήρυκας < μεσαιωνική ελληνική ἱεροκῆρυξ < αρχαία ελληνική ἱεροκῆρυξ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.e.ɾoˈci.ɾi.kas/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιεροκήρυκας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]