ιεροκρατία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιεροκρατία[1] θηλυκό
- (λόγιο) ο κληρικαλισμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ιεροκρατικός
- → δείτε τις λέξεις ιερός και κράτος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιεροκρατία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)