ιερολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιερολογικός η ιερολογική το ιερολογικό
      γενική του ιερολογικού της ιερολογικής του ιερολογικού
    αιτιατική τον ιερολογικό την ιερολογική το ιερολογικό
     κλητική ιερολογικέ ιερολογική ιερολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιερολογικοί οι ιερολογικές τα ιερολογικά
      γενική των ιερολογικών των ιερολογικών των ιερολογικών
    αιτιατική τους ιερολογικούς τις ιερολογικές τα ιερολογικά
     κλητική ιερολογικοί ιερολογικές ιερολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιερολογικός < ιερολογία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ιερολογικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]