Μετάβαση στο περιεχόμενο

ιερολογώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἱερολογῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιερολογώ < μεσαιωνική ελληνική ἱερολογῶ < ελληνιστική κοινή ἱερολογῶ, ἱερολογέω (διηγούμαι ιερούς λόγους) < αρχαία ελληνική ἱερός + λέγω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -λογώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.e.ɾo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιερολογώ
τονικό παρώνυμο: ιερολόγο

ιερολογώ, πρτ.: ιερολογούσα, αόρ.: ιερολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]