ιεροσκόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιεροσκόπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱεροσκόπος. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -σκόπος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.e.ɾoˈsko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρο‐σκό‐πος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιεροσκόπος αρσενικό
- (ιστορία, κατά την αρχαιότητα) μάντης που έκανε ιεροσκοπία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιεροσκόπος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιερο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)