ιεροσπουδαστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιεροσπουδαστήριο | τα | ιεροσπουδαστήρια |
γενική | του | ιεροσπουδαστήριου & ιεροσπουδαστηρίου |
των | ιεροσπουδαστήριων & ιεροσπουδαστηρίων |
αιτιατική | το | ιεροσπουδαστήριο | τα | ιεροσπουδαστήρια |
κλητική | ιεροσπουδαστήριο | ιεροσπουδαστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιεροσπουδαστήριο < ιερός + -ο- + σπουδαστήριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιεροσπουδαστήριο ουδέτερο
- σχολείο ή εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο δίνεται μεγάλη σημασία στην παροχή θρησκευτικής παιδείας και μόρφωσης
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιεροσπουδαστήριο
|