ιεροσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιεροσύνη οι ιεροσύνες
      γενική της ιεροσύνης των ιεροσυνών
    αιτιατική την ιεροσύνη τις ιεροσύνες
     κλητική ιεροσύνη ιεροσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιεροσύνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιεροσύνη θηλυκό

  1. το αξίωμα, το λειτούργημα του ιερέα
  2. η χειροτονία ιερέα, ο διορισμός του με ειδική τελετή
  3. το σύνολο των ιερέων, το ιερατείο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]