ιερο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιερο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱερο- (σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική hiero-) < ἱερό(ς)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.e.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρο-
Πρόθημα[επεξεργασία]
ιερο-, ιερό- (και ιερ- πριν από φωνήεν)
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό…:
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ιερο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ιερο- στο Βικιλεξικό
- ιερό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ιερό- στο Βικιλεξικό
- ιερ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ιερ- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ιερός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ιερο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)