ιερός ναός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιερός ναός | οι | ιεροί ναοί |
γενική | του | ιερού ναού | των | ιερών ναών |
αιτιατική | τον | ιερό ναό | τους | ιερούς ναούς |
κλητική | ιερέ ναέ | ιεροί ναοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.eˈɾos naˈos/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ιερός ναός αρσενικό
- (χριστιανισμός) η εκκλησία
- ※ Μετά από 77 χρόνια λειτουργεί ξανά ο ιερός ναός της Κοιμήσεως της Παναγίας Γράμμουστας, στο χωριό Γράμμος της Καστοριάς μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανακαίνισής του.
- Επαναλειτουργεί μετά από 77 χρόνια ο ιερός ναός της Κοιμήσεως της Παναγίας Γράμμουστας, Η Καθημερινή'", 31 Ιουλίου 2017
- ※ Μετά από 77 χρόνια λειτουργεί ξανά ο ιερός ναός της Κοιμήσεως της Παναγίας Γράμμουστας, στο χωριό Γράμμος της Καστοριάς μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανακαίνισής του.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ΙΝ (συντομογραφία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιερός ναός
→ δείτε τη λέξη εκκλησία |