ιησουίτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.i.suˈi.tis/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιησουίτης αρσενικό και ιησουίτισσα θηλυκό
- μέλος του ρωμαιοκαθολικού μοναστικού τάγματος, το οποίο ιδρύθηκε το 1534 και ήταν γνωστό για την αυστηρή πειθαρχία των μελών του, την ακραία υπεράσπιση της πίστης τους και την εκπαιδευτική και ιεραποστολική τους δράση
- ο υποκριτικά ευσεβής κι ενάρετος
- που ενεργεί ύπουλα και δόλια
- που φανατίζεται με την πίστη του