ιησουιτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιησουιτισμός < ιησουίτ(ης) + -ισμός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική jésuitisme ή ιταλικά gesuitismo[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.i.su.i.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐η‐σου‐ι‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιησουιτισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- η διδασκαλία και οι αρχές των ιησουιτών
- (μεταφορικά) η ύπουλη και υποκριτική συμπεριφορά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ιησουιτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)