ιθύνοντες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
ιθύνοντες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιθύνων
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιθύνοντες < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πληθυντικού της μετοχής ιθύνων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιθύνοντες αρσενικό (χρησιμοποιείται στον πληθυντικό)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιθύνων
- οι διευθύνοντες