ικανοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ικανοποιώ < (ελληνιστική κοινήἱκανοποιέω / ἱκανοποιῶ < αρχαία ελληνική ἱκανός (< ἱκνέομαι) + ποιέω / ποιῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ka.no.piˈo/

ικανοποιώ (παθητικό ικανοποιούμαι)

  1. δίνω σε κάποιον ικανοποίηση, κάνοντας κάτι που επιθυμεί ή προσδοκά
  2. επιτυγχάνω με επαρκή τρόπο κάτι που είναι απαίτηση, επιθυμία ή ανάγκη κάποιου
  3. αποζημιώνω κάποιον για κάποια βλάβη ή ζημία που του προκάλεσα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]