ιλαροτραγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιλαροτραγικός η ιλαροτραγική το ιλαροτραγικό
      γενική του ιλαροτραγικού της ιλαροτραγικής του ιλαροτραγικού
    αιτιατική τον ιλαροτραγικό την ιλαροτραγική το ιλαροτραγικό
     κλητική ιλαροτραγικέ ιλαροτραγική ιλαροτραγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιλαροτραγικοί οι ιλαροτραγικές τα ιλαροτραγικά
      γενική των ιλαροτραγικών των ιλαροτραγικών των ιλαροτραγικών
    αιτιατική τους ιλαροτραγικούς τις ιλαροτραγικές τα ιλαροτραγικά
     κλητική ιλαροτραγικοί ιλαροτραγικές ιλαροτραγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιλαροτραγικός < (μαρτυρείται από το 1894) (ελληνιστική κοινήἱλαροτραγωδία

Επίθετο[επεξεργασία]

ιλαροτραγικός

  • (για κατάσταση) που, ενώ δημιουργείται από θλιβερό γεγονός, παρουσιάζεται με τρόπο που να προκαλεί γέλιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]