ιλιαδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιλιαδικός η ιλιαδική το ιλιαδικό
      γενική του ιλιαδικού της ιλιαδικής του ιλιαδικού
    αιτιατική τον ιλιαδικό την ιλιαδική το ιλιαδικό
     κλητική ιλιαδικέ ιλιαδική ιλιαδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιλιαδικοί οι ιλιαδικές τα ιλιαδικά
      γενική των ιλιαδικών των ιλιαδικών των ιλιαδικών
    αιτιατική τους ιλιαδικούς τις ιλιαδικές τα ιλιαδικά
     κλητική ιλιαδικοί ιλιαδικές ιλιαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιλιαδικός < Ιλιάδα + -ικός < αρχαία ελληνική Ἰλιάς < Ἴλιον

Επίθετο[επεξεργασία]

ιλιαδικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]