ιλμενίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιλμενίτης οι ιλμενίτες
      γενική του ιλμενίτη των ιλμενιτών
    αιτιατική τον ιλμενίτη τους ιλμενίτες
     κλητική ιλμενίτη ιλμενίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιλμενίτης < αγγλική ilmenite < ρωσική Ильменские горы (βουνά Ιλμένσκυ, στα νότια Ουράλια)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιλμενίτης αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • ilmenite στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]