ιλυόλουτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιλυόλουτρο < (καθαρεύουσα) ἰλυόλουτρον ιλύς + -ο- + λουτρό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιλυόλουτρο ουδέτερο
- (λόγιο) το λασπόλουτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιλυόλουτρο
|