Μετάβαση στο περιεχόμενο

ιμάμ μπαϊλντί

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιμάμ μπαϊλντί < (άμεσο δάνειο) τουρκική imambayıldı, που κατά λέξη σημαίνει: Ο ιμάμης λιποθύμησε (υπονοείται το «επειδή ξετρελάθηκε με το φαγητό»)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιμάμ μπαϊλντί ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]