ιμάτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιμάτιο | τα | ιμάτια |
γενική | του | ιματίου | των | ιματίων |
αιτιατική | το | ιμάτιο | τα | ιμάτια |
κλητική | ιμάτιο | ιμάτια | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιμάτιο < αρχαία ελληνική ἱμάτιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιμάτιο ουδέτερο
- ένδυμα στην αρχαία Ελλάδα με ίδια χρήση με το σημερινό παλτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιμάτιο