ιματίων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ιματίων ουδέτερο
- ιμάτιο, στη γενική του πληθυντικού