ιμπεριαλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιμπεριαλιστής < γαλλική impérialiste < impérial + -iste < λατινική imperialis < imperium
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιμπεριαλιστής αρσενικό (θηλυκό: ιμπεριαλίστρια)
- αυτό δέχεται τον ιμπεριαλισμό και εφαρμόζει σχετική πολιτική
[επεξεργασία]
- ιμπεριαλιστικός
- → δείτε τη λέξη ιμπεριαλισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιμπεριαλιστής