ινβερτοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ινβερτοποιημένος η ινβερτοποιημένη το ινβερτοποιημένο
      γενική του ινβερτοποιημένου της ινβερτοποιημένης του ινβερτοποιημένου
    αιτιατική τον ινβερτοποιημένο την ινβερτοποιημένη το ινβερτοποιημένο
     κλητική ινβερτοποιημένε ινβερτοποιημένη ινβερτοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ινβερτοποιημένοι οι ινβερτοποιημένες τα ινβερτοποιημένα
      γενική των ινβερτοποιημένων των ινβερτοποιημένων των ινβερτοποιημένων
    αιτιατική τους ινβερτοποιημένους τις ινβερτοποιημένες τα ινβερτοποιημένα
     κλητική ινβερτοποιημένοι ινβερτοποιημένες ινβερτοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ινβερτοποιημένος, νεολογισμός των αρχών του 20ου αιώνα < πιθανόν μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inverti, μετοχή του invertir (αναστρέφω). Δείτε και ινβερτοποίηση. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Μετοχή[επεξεργασία]

ινβερτοποιημένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) ανεστραμμένος - που έχει υποστεί αναστροφή
  2. (χημεία) → δείτε ιμβερτοποιώ
    ※  Ζαχαρόζα εἶναι τὸ σιρόπι ἀπὸ ζάχαρι τοῦ ἐμπορίου, γλυκόζα δὲ τὸ ἰνβερτοποιημένο, ποὺ περιέχει σταφιδοζάχαρο, ὅπως τὸ φτιάνουν οἱ μέλισσες.
    Τριβιζάς, Γεώργιος (1868‑1938) (1904) Οδηγός της Νεωτέρας Μελισσοκομίας Εκδόσεις: 1929, 1938, 1948. Αθήνα: Πελεκάνος, 2014. σελ.282 @books.google

Άλλες μορφές[επεξεργασία]