ινοοπτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ινοοπτικός η ινοοπτική το ινοοπτικό
      γενική του ινοοπτικού της ινοοπτικής του ινοοπτικού
    αιτιατική τον ινοοπτικό την ινοοπτική το ινοοπτικό
     κλητική ινοοπτικέ ινοοπτική ινοοπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ινοοπτικοί οι ινοοπτικές τα ινοοπτικά
      γενική των ινοοπτικών των ινοοπτικών των ινοοπτικών
    αιτιατική τους ινοοπτικούς τις ινοοπτικές τα ινοοπτικά
     κλητική ινοοπτικοί ινοοπτικές ινοοπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ινοοπτικός < ίνα + -ο- + οπτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fibre optic)

Επίθετο[επεξεργασία]

ινοοπτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]