ινοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ινοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): γενική ονομασία ιατρικού οργάνου, ενδοσκοπίου, που φέρει οπτική ίνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ινοσκόπιο
|