ινσουλίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ινσουλίνη < λατινική insula (νησί)· η ινσουλίνη παράγεται στις λεγόμενες «νησίδες του Langerhans», στο πάγκρεας. Ο Paul Langerhans (1847-1888) ήταν Γερμανός ανατόμος που ανακάλυψε τις περιοχές αυτές.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ινσουλίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) ορμόνη που ρυθμίζει τον μεταβολισμό των υδρογονανθράκων
- (φαρμακευτική): κυρίαρχο φάρμακο της κατηγορίας των αντιδιαβητικών, το οποίο και διακρίνεται σε βραχείας, ενδιάμεσης και παρατεταμένης δράσης.