ιντελέξουαλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιντελέξουαλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική intellectual
Επίθετο[επεξεργασία]
ιντελέξουαλ άκλιτο
- (προφορικό, σπάνιο) που σχετίζεται με τη διανόηση, με τους διανοούμενους ή φέρει ορισμένα χαρακτηριστικά τους· διανοητικός· διανοουμενίστικος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιντελέξουαλ