Μετάβαση στο περιεχόμενο

ινφάντης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ινφάντης οι ινφάντες
      γενική του ινφάντη των ινφαντών
    αιτιατική τον ινφάντη τους ινφάντες
     κλητική ινφάντη ινφάντες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ινφάντης < (άμεσο δάνειο) ισπανική infante

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ινφάντης αρσενικό (θηλυκό: ινφάντα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]