ιξωδόλυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιξωδόλυση | οι | ιξωδολύσεις |
γενική | της | ιξωδόλυσης | των | ιξωδολύσεων |
αιτιατική | την | ιξωδόλυση | τις | ιξωδολύσεις |
κλητική | ιξωδόλυση | ιξωδολύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιξωδόλυση θηλυκό
- (χημεία) ήπια θερμική πυρόλυση που αποσκοπεί στην ελάττωση του ιξώδους ενός ήδη αποσταγμένου καυσίμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιξωδόλυση
|