ιξόβεργα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιξόβεργα | οι | ιξόβεργες |
γενική | της | ιξόβεργας | — | |
αιτιατική | την | ιξόβεργα | τις | ιξόβεργες |
κλητική | ιξόβεργα | ιξόβεργες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιξόβεργα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἰξόβεργον < ἰξός + βέργα[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιξόβεργα θηλυκό
- άλλη μορφή του ξόβεργα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιξόβεργα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ξόβεργα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)