ιοειδές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιοειδές < → δείτε τη λέξη ιοειδής

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιοειδές ουδέτερο

  1. (χρώμα) το ιώδες, μενεξεδί
  2. (κυρίως στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη ιοειδή