ιονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιονίζω < διαγλωσσική ορολογία ionize < αρχαία ελληνική ἰόν + -ίζω [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.oˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ο‐νί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ιονίζω, αόρ.: ιόνισα, παθ.φωνή: ιονίζομαι, π.αόρ.: ιονίστηκα, μτχ.π.π.: ιονισμένος

  • (φυσική) φορτίζω θετικά ή αρνητικά ένα άτομο ή ένα μόριο ώστε να το μετατρέψω σε ιόν

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]