ιπποκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιπποκρατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hippocratique < Hippocrates < αρχαία ελληνική Ἱπποκράτης
Επίθετο[επεξεργασία]
ιπποκρατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον Ιπποκράτη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν ή εκπορεύεται απ’ αυτόν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιπποκρατικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)