ιπποπέδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιπποπέδη < ελληνιστική κοινή ἱπποπέδη < αρχαία ελληνική ἵππος + πέδη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιπποπέδη θηλυκό
ιπποπέδη θηλυκό