ισαποστάκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισαποστάκης < ίσ(η) + απόστα(ση) + -άκης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- (μαρτυρείται από το 2015-2017)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισαποστάκης αρσενικό
- (νεολογισμός, μειωτικό) ισαποστάκιας
- ※ Σήμερα δε την τιμητική τους στο δημόσιο διάλογο έχουν οι λεγόμενοι «ισαποστάκηδες», μια κατηγορία εναντίον αυτών που δεν διαλέγουν στρατόπεδο...... Όποιος λέει όχι στην ατιμώρητη βία της εξουσίας, όχι σε διαδηλώσεις μέσα στην πανδημία αυτήν την κρίσιμη για τον τόπο ώρα, είναι «ισαποστάκης». Λοιπόν, δεν είναι. (Κωνσταντίνος Σκανδαλίδης, Πρακτικά της Βουλής, συνεδρίαση 11 Μαρτίου 2021, σελ. 9871 [2])
- ※ στον πολιτικό λόγο έχει πλέον εμφανιστεί ένα ακόμα «πολιτικό φρούτο»: ο ισαποστάκης. Ως ισαποστάκηδες λοιπόν ας χαρακτηρίσουμε όλους όσοι δεν λαμβάνουν ποτέ ξεκάθαρη θέση, αλλά τηρούν ίση απόσταση και από τους δύο αντιπάλους. (Ισαποστάκηδες, πολιτική κορεκτίλα και «ναιμεναλλάδες», 8/4/2018, liberal.gr [3])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Νίκος Σαραντάκος, Ισαποστάκιας, μια απλολογία εν τω γεννάσθαι, 20 Σεπτεμβρίου, 2018 [1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισαποστάκης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άκης (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)