ισημερία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισημερία < αρχαία ελληνική ἰσημερία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισημερία θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- εαρινή ισημερία:
- φθινοπωρινή ισημερία:
ισημερία θηλυκό