Μετάβαση στο περιεχόμενο

ισλαμισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισλαμισμός οι ισλαμισμοί
      γενική του ισλαμισμού των ισλαμισμών
    αιτιατική τον ισλαμισμό τους ισλαμισμούς
     κλητική ισλαμισμέ ισλαμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ισλαμισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική islamisme < islam (Ισλάμ) + -isme (-ισμός) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ισλαμισμός αρσενικό

  1. (θρησκεία) το ισλάμ, η ισλαμική πίστη, πίστη και αφοσίωση στον λόγο του Θεού-Αλλάχ μέσα απ' το Ιερό Κείμενο του Κορανίου που συνέγραψε ο προφήτης Μωάμεθ
  2. σύνολο πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων με αφετηρία την ισλαμική θρησκεία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]